- περιπευκής
- -ές, Α(επικ. τ.)1. αυτός που είναι υπερβολικά πικρός2. ο εξαιρετικά οξύς, αιχμηρός, κοφτερός3. μτφ. αυτός που είναι εξαιρετικά οδυνηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -πευκής (< πεύκη), πρβλ. εχε-πευκής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιπευκές — περιπευκής very sharp masc/fem voc sg περιπευκής very sharp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)